"Roma città aperta" του Roberto Rossellini (GR) ( και doc για τη ταινία)


Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι (Roberto Gastone Zeffiro Rossellini) γεννήθηκε 8 Μαΐου 1906 στη Ρώμη. 
Η μητέρα του, Ελέτρα ήταν νοικοκυρά και ο αρχιτέκτονας πατέρας του, Αντζιόλο Τζουζέπε «Πεπίνο» Ροσελίνι 
είχε μια κατασκευαστική εταιρεία.

Πρωτότοκος γιος οικογένειας νεόπλουτων αριστοκρατών, πέρασε ολόκληρη την παιδική του ηλικία λίγα μέτρα μακριά από τη θρυλική Βία Βένετο, ως ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. 
«Το σπίτι μας ήταν γεμάτο από ευτυχία. Και φαντασία. Αχαλίνωτη φαντασία. Οι γονείς μας δεν προσπάθησαν ποτέ να τιθασεύσουν αυτή τη φαντασία. Αντίθετα, την ενθάρρυναν με κάθε τρόπο. Δεν ήμασταν μια παραδοσιακή οικογένεια. Δεν περιοριζόμασταν από τίποτε ούτε καν από τον πλούτο μας. Ξοδεύαμε συνεχώς» θυμάται.

Το σπίτι τους επισκέπτονταν συχνά ποιητές και  μουσικοί και «ποτέ επιχειρηματίες».  Σύντροφός τους, εκτός από το χρήμα, ήταν και η άγνοια για ό,τι συνέβαινε έξω από την πόρτα τους σε μία Ιταλία στην οποία εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός της ήταν αναλφάβητος, τα επίπεδα της ανεργίας λύγιζαν την εθνική οικονομία και στις περισσότερες περιοχές έξω από τη Ρώμη υπήρχε σοβαρή έλλειψη πόσιμου νερού.

Ο άθεος Ροσελίνι έζησε στη Βία Λουντοβίζι, όπου ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε το πρώτο του Ρωμαϊκό ξενοδοχείο το 1922, όταν ο φασισμός κατέλαβε την εξουσία στην Ιταλία.
Ο πατέρας του Ροσελίνι κατασκεύασε τον πρώτο κινηματογράφο στη Ρώμη (το Corso Cinema,το πρώτο με οροφή 
που άνοιγε τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού) και έδωσε στο γιο του, εντελώς δωρεάν, μία κάρτα απεριόριστης διαρκείας. Ο Ροσελίνι θα θυμόταν στα 66 του χρόνια: «Ο Ντάγκλας Φέρμπανκς και όλοι οι μεγάλοι σταρ της εποχής ερχόντουσαν εκεί από ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι είδα τον κινηματογράφο εν τη γενέσει του. Είδα τον Γκρίφιθ να γεννιέται».

Οι συμμαθητές του θυμούνται τον μικρό Ρομπέρτο ως έναν τεμπέλη ονειροπαρμένο, αλλά ταυτόχρονα και το πιο έξυπνο παιδί του σχολείου. Φιλάσθενος σε ακραίο βαθμό κόλλησε μαλάρια, έκανε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας και τον χειμώνα του 1919-1920 αρρώστησε από μια επιδημία που σκότωσε 27 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, χάνοντας έτσι τον ένα πνεύμονά του. 
Μέχρι να φτάσει στην εφηβεία και να αφήσει πίσω του το ασθενικό παρελθόν του, ο Ροσελίνι ζούσε με νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια προβλήματα πλευρίτιδας και όμως ο ίδιος περιγράφει εκείνες τις ημέρες ως την πρώτη πραγματικά ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του: «Όλοι με περιποιούνταν και περνούσα τέλεια. Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής μου από κάθε άποψη. Έδωσε στη ζωή μου μια ολότελα νέα κατεύθυνση».

Και έτσι, όπως γράφει ιδανικά ο Τεντ Γκάλαχερ στη βιογραφία του Ροσελίνι «Τhe Adventures Of Roberto Rossellini»rn(Da Capo, 1998), το κακομαθημένο παιδί μεγάλωσε για να γίνει ένας κακομαθημένος άνδρας. Ένας υποχόνδριος που θα κουβαλούσε πάντοτε μαζί του ένα ολόκληρο φαρμακείο οπουδήποτε κι αν ταξίδευε αλλά ταυτόχρονα και ένας γενναιόδωρος φίλος έτοιμος να ξενυχτήσει για τον οποιονδήποτε χρειαζόταν την βοήθεια του. Και φυσικά ένας άνθρωπος με εμμονές με τον θάνατο, που ένιωθε πως έπρεπε να προκαλέσει τη ζωή για να μπορέσει να επιβιώσει. Μοιράζοντας τον χρόνο του στο κρεβάτι του (μαρτυρίες τον θέλουν να μένει στο κρεβάτι μέρες ολόκληρες, διαβάζοντας τα αγαπημένα του βιβλία) και στην άσωτη ζωή των ρωμαϊκών νυχτών που διέσχιζε με τη Ferrari του. Η οποία αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσε στο σινεμά.

Όταν πέθανε ο πατέρας του, εργάστηκε ως ηχολήπτης για ταινίες και για κάποιο χρονικό διάστημα, εργάστηκε σε όλες τις θέσεις που σχετίζονται με την δημιουργία μιας ταινίας, κερδίζοντας εμπειρία σε κάθε τομέα.

Το 1937, ο Ροσελίνι έκανε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, Prélude à l'après-midi d'un faune.
Ορισμένοι συγγραφείς περιγράφουν το πρώτο μέρος της καριέρας του ως μια ακολουθία τριλογιών. 
Η La nave Bianca (1942), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, χρηματοδοτήθηκε από το οπτικοακουστικό κέντρο προπαγάνδας του Τμήματος Ναυτικού και είναι η πρώτη ταινία της «Φασιστικής Τριλογίας» του Ροσελίνι (με την έννοια ότι γυρίστηκαν την εποχή του φασιστικού καθεστώτος, όχι διότι ο ίδιος πίστευε ιδεολογικά παρόμοιες απόψεις) μαζί με την Un pilota ritorna (1942) και την Uomo dalla Croce (1943). Ταινίες ήσσονος καλλιτεχνικής σημασίας και σε κάθε περίπτωση καθαρής προπαγάνδας που, ακόμη και ο ίδιος ο Ροσελίνι, σε μια προσωπική ανασκόπηση το 1955 στα Cahiers Du Cinema, φρόντισε να αποκρύψει επιμελώς, αφήνοντας χώρο στους επικριτές του να μιλούν για την πιο σκιώδη στιγμή στην καριέρα του.
Στην περίοδο αυτή ανήκει η φιλία και συνεργασία του με τους Φεντερίκο Φελίνι και Άλντο Φαμπρίτσι.

Το φασιστικό καθεστώς κατέρρευσε το 1943 και μόλις δύο μήνες μετά την απελευθέρωση της Ρώμης 
(4 Ιουνίου, 1944), ο Ροσελίνι ετοίμαζε ήδη την αντιφασιστική ταινία Roma Città aperta (Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη, 1945). Ο Φελίνι βοήθησε στο σενάριο και ο Φαμπρίτσι έπαιξε το ρόλο του ιερέα, ενώ παραγωγός ήταν ο ίδιος ο Ροσελίνι.
Η ταινία  έτυχε άμεσης, απόλυτης αντιπολεμικής δόξας και τεράστιας απήχησης, αλλά λανθασμένα της αποδόθηκε η έναρξη του ιταλικού νεορεαλισμού. Προηγείται ασφαλώς το «Ossessione» (1943) του Βισκόντι.

Ο Ροσελίνι είχε αρχίσει τώρα τη λεγόμενη «Νεορεαλιστική τριλογία» του, ο δεύτερος τίτλος της οποίας ήταν Paisà (1946), που παράχθηκε με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, και η τρίτη, Germany Year Zero (1948),χρηματοδοτούμενη από έναν Γάλλο παραγωγό, γυρίστηκε στο γαλλικό τομέα του Βερολίνο. Στο Βερολίνο, επίσης, ο Ροσελίνι προτίμησε να μη χρησιμοποιήσει ηθοποιούς, αλλά δεν μπόρεσε να βρει ένα πρόσωπο που να έβρισκε "ενδιαφέρον". Τοποθέτησε την κάμερά του στο κέντρο της πλατείας της πόλης, όπως έκανε για την Paisà, αλλά εξεπλάγην όταν κανείς δεν ήρθε να παρακολουθήσει.
Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, «προκειμένου να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας που έχει κανείς στο μυαλό του, είναι απαραίτητο για τον σκηνοθέτη να εμπλακεί σε διαμάχη με τον ηθοποιό του, η οποία διαμάχη συνήθως καταλήγει με την υποβολή στην επιθυμία του ηθοποιού. Δεδομένου ότι δεν επιθυμώ να χάσω την ενέργειά μου σε μια διαμάχη, όπως αυτή, χρησιμοποιώ μόνο περιστασιακά επαγγελματίες ηθοποιούς». 
Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του είναι το γεγονός ότι ο Ροσελίνι ξανάγραψε τα σενάρια των ταινιών του σύμφωνα με τα συναισθήματα και τις ιστορίες των μη επαγγελματιών ηθοποιών. 
Η τοπική προφορά, διάλεκτος και τα κοστούμια παρουσιάστηκαν στην ταινία όπως είναι στην πραγματική ζωή.

Το 1948 ο Ροσελίνι δέχεται τη περίφημη επιστολή  από τη Σουηδέζα χολιγουντιανή σταρ Ίνγκριντ Μπέργκμαν, που (φλερτάροντας ευθέως) αυτοπροτείνεται στον σκηνοθέτη για μελλοντική συνεργασία.

«Αγαπητέ κ. Ροσελίνι,
Είδα τις ταινίες σας Roma Città aperta και Paisà, και τις απόλαυσα πάρα πολύ. Εάν χρειάζεστε μια Σουηδέζα ηθοποιό που μιλάει πολύ καλά αγγλικά, δεν έχει ξεχάσει την γερμανική γλώσσα, δεν είναι πολύ κατανοητή στα γαλλικά και που από ιταλικά ξέρει μόνο το «ti amo», είμαι έτοιμη να έρθω και να κάνω μια ταινία μαζί σας.»

Ο Ροσελίνι (μέγας θαυμαστής του ποδόγυρου) καλεί Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Καθολική Ευρώπη ξεροκαταπίνει, μία γιατί ερωτεύονται κι είναι και οι δυο συζευγμένοι, μία γιατί η τότε σύντροφος του Άννα Μανιάνι, δεν το ‘χει σε πολύ να τα κάνει γης μαδιάμ.
Και έτσι άρχισε μια από τις πιο γνωστές ιστορίες αγάπης στην ιστορία του κινηματογράφου, με την Μπέργκμαν και τον Ροσελίνι, και οι δύο στο απόγειο της καριέρας τους. 

Αφήνοντας πίσω της μια ιλιγγιώδη χολιγουντιανή καριέρα, τον Χίτσκοκ, τον σύζυγό της και τη δεκάχρονη κόρη της (από τον πρώτο της γάμο), η Ίνγκριντ Μπέργκμαν υπέβαλε τα σέβη της στην τέχνη του Ρομπέρτο Ροσελίνι με το να απαρνηθεί τα πάντα και να γίνει σύζυγος (χωρίς να έχει πάρει διαζύγιο στην Αμερική), μούσα του και μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του έργου του. Αυτοεξόριστη στην Ιταλία -μετά από την απέλαση της από την αμερικανική γερουσία που τη χαρακτήρισε ως «ένα απεχθές παράδειγμα γυναίκας και μια ισχυρή επιρροή του κακού» λόγω της απιστίας της – η Μπέργκμαν θα έμενε έγκυος από τον Ροσελίνι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Stromboli», και θα τον παντρευόταν την ίδια χρονιά.
Δεν είναι καθόλου παράξενο, λοιπόν, που και οι τρεις αυτές παρακάτω ταινίες -από τις καλύτερες στη φιλμογραφία του, την ιστορία του ιταλικού σινεμά και την ιστορία του κινηματογράφου- απέτυχαν οικτρά να συγκινήσουν κοινό και κριτικούς.

Ο κακομαθημένος Ρομπέρτο που «έπαιρνε πάντοτε αυτό που ήθελε» θα αντικαθιστούσε στην καρδιά και το σινεμά του εν μια νυκτί τη Μανιάνι με την Μπέργκμαν, τοποθετώντας τη δεύτερη ως αναγκαία πρωταγωνίστρια στο κέντρο της τρίτης του τριλογίας. Το «Stromboli» (1950), το «Εuropa 51» (1952) και τοrn«Viaggio in Italia» (1954) θα έβρισκαν το βλέμμα του βυθισμένο σε μια αιρετική πνευματικότητα, με σκοπό να αποκαλύψει στο κοινό το πραγματικό νόημα της ζωής. Οι τρεις γυναίκες των τριών αυτών ταινιών -ερμηνευμένες με μια πρωτοφανή γενναιοδωρία από την Μπέργκμαν- έμοιαζαν ξαφνικά με διαχρονικά σύμβολα μιας ακριβοδίκαιης φιλοσοφίας πάνω στη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα και την επιθυμία.

Το 1957, ο Τζαβαχάρλαλ Νεχρού ο Ινδός πρωθυπουργός εκείνης της εποχής, τον προσκάλεσε στην Ινδία για να κάνει το ντοκιμαντέρ «Ινδία». Αν και παντρεμένος με την Μπέργκμαν, δημιουργεί σχέση με τη σεναριογράφο Σονάλι Ντας Γκούπτα. Δεδομένου του κλίματος της δεκαετίας του 1950, το γεγονός αυτό οδήγησε σε τεράστιο σκάνδαλο τόσο στην Ινδία όσο και το Χόλυγουντ. Ο Νεχρού αναγκάστηκεrnνα ζητήσει στον Ροσελίνι να φύγει. Μετά από αυτό, η Μπέργκμαν και Ροσελίνι χώρισαν. Ο Ροσελίνι παντρεύτηκε τη Σονάλι το 1957.

Το 1961 ο Ροσελίνι επισκέφθηκε την Αθήνα για να προλογίσει την ταινία του Ινδία στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Εθνογραφικού και Κοινωνιολογικού Κινηματογράφου.
Το 1971, το Πανεπιστήμιο Ράις στο Χιούστον, Τέξας, τον καλεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός Κέντρου πολυμέσων. Το 1973, προσκαλείται να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ στο Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ, 
όπου δίδαξε για ένα εξάμηνο το μάθημα με τίτλο «Η θεμελιώδης εικόνα».
 
Απεβίωσε –από καρδιακή προσβολή- στις 23 Ιουνίου 1977 σε ηλικία 71 ετών.

Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στην ιστορία του ιταλικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου. Επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη της Έβδομης Τέχνης, ενώ παράλληλα διέδωσε με τον καλύτερο τρόπο το Ιταλικό Σινεμά σε όλο τον κόσμο, μέσα από τα μοναδικά του έργα. 
Χαρισματικός στην παραγωγή εκπληκτικών ταινιών (συνολικά δημιούργησε 49 έργα), ξεκινώντας συχνά από σχεδόν ανύπαρκτα σενάρια, ο Ροσελίνι δεν είχε πάντα σύμμαχο την κριτική και τον Τύπο που δεν τον δικαίωσαν ποτέ απόλυτα, κατατάσσοντάς τον συχνά στο περιθώριο του λεγόμενου κατεστημένου κινηματογράφου. 
Η πιο βασική αιτία είναι το ότι αυτός (όπως και ο Βισκόντι - στον υπερθετικό βαθμό) γεννήθηκε στην ανώτερη οικονομικά τάξη.
 
Τα όσα πίστευε για το σινεμά μοιάζουν απλά αναγκαία:

«Δεν υπάρχει καμία τεχνική για να καταδείξεις την πραγματικότητα. Μόνο η ηθική στάση μπορεί να το πετύχει αυτό. Η κάμερα είναι ένα επιστημονικό εργαλείο χωρίς αξία, αν δεν έχεις κάτι σημαντικό να πεις. Το να συζητάμε σήμερα για το σινεμά με αυστηρά αισθητικούς όρους είναι άχρηστο. Υπάρχει μόνο μια ερώτηση: Πώς μπορείς να ξυπνήσεις τις συνειδήσεις. Το σινεμά υπάρχει μόνο με σκοπό να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους».



Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη / Roma città aperta 
(Ιταλία, 1945) Ασπρόμαυρη, 103΄.



Το 1945, με τη βοήθεια του φίλου του Φεντερίκο Φελίνι στο σενάριο αλλά έχοντας και ένα δικό του υλικό τραβηγμένο σε φίλμ από την περίοδο της ναζιστικής κατοχής και της ιταλικής αντίστασης, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι θα αφηγηθεί τρεις μέρες του Μαρτίου του 1944 στη Ρώμη, η οποία υπό γερμανική πλέον κατοχή βιώνει τη βάναυση συμπεριφορά των κατακτητών. Ο Τζιόρτζιο, καταζητούμενος με την υποψία ότι είναι μέλος μιας αντιστασιακής ομάδας, καταφεύγει στο φίλο του Φραντσέσκο που πρόκειται να παντρευτεί τη χήρα Πίνα. Οι δυο τους, με τη βοήθεια ενός ιερέα, επιχειρούν να τον βοηθήσουν να φύγει από την πόλη με πλαστή ταυτότητα. Ενώ το ζευγάρι ετοιμάζεται να παντρευτεί την επόμενη μέρα, κάποιο πρόσωπο από το περιβάλλον του Τζιόρτζιο τον καταδίδει στους Γερμανούς βάζοντας σε κίνδυνο τις ζωές όλων…

Αναμειγνύοντας τον πραγματικό με τον φιλμικό χρόνο και τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ, η Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη θεωρείται σημαντικότατο έργο του νεορεαλισμού, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά κινηματογραφικά κινήματα με σαφή ηθικό-πολιτικό χρωματισμό. Γυρισμένη με πενιχρά μέσα, σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη, η ταινία μετατρέπει την ένδεια των μέσων σε αισθητικό πλεονέκτημα. Πολλές από τις σκηνές της γυρίστηκαν σε εξωτερικούς χώρους την εποχή που η πόλη ήταν ακόμα σε κατοχή. Η χρήση τόσο επαγγελματιών όσο και ερασιτεχνών ηθοποιών δεν αποβαίνει σε βάρος της ταινίας, αλλά της δίνει μια απίστευτη δύναμη και αυθεντικότητα. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοινή μοίρα του αριστερού παρτιζάνου και του καθολικού ιερέα που ενόχλησε τόσο την αριστερά όσο και τη δεξιά. Όμως κατά βάση ο Ροσελίνι είναι ουμανιστής και ερευνά την κοινή μοίρα των ανθρώπων κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τέλος να σημειώσουμε ότι η ταινία αυτή καθιέρωσε την Άννα Μανιάνι σαν μια από τις σημαντικότερες Ιταλίδες ηθοποιούς και την οδήγησε σε μια λαμπρή διεθνή καριέρα.-


Πηγές :
-wikipedia.org
-camerastyloonline.wordpress
-culturenow
-cinemagazine
-κανάλι της Βουλής 
 (Αποσπάσματα από την εκπομπή "Μια Ταινία Μια Εποχή")
-youtube






Top